- συνδιαταράσσω
- Αδιαταράσσω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο («τὴν... τότε σύστασιν καὶ κοινωνίαν αὐτῶν... ἑνί λίθῳ καὶ ψόφῳ συνδιαταράξειν», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνδιαταράξειν — συνδιαταράσσω alarm all at once fut inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)